destitute$20651$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

destitute$20651$ - translation to ελληνικό

19TH-CENTURY AUSTRALIAN INSTITUTION FOR HOUSING THE DESTITUTE
Destitute asylum; Destitute Asylum; Benevolent Asylum

destitute      
adj. πτωχός, άπορος, πάμπτωχος

Ορισμός

destitute
['d?st?tju:t]
¦ adjective
1. extremely poor and lacking the means to provide for oneself.
2. (destitute of) not having.
Derivatives
destitution noun
Origin
ME (in the sense 'deserted, abandoned, empty'): from L. destitut-, destituere 'forsake'.

Βικιπαίδεια

Benevolent asylum

Benevolent asylums, also known as destitute asylums or infirmaries for the destitute, were institutions established throughout the colonies of Australia in the 19th century to house destitute men; deserted, vagrant or homeless women and their children; and orphans not able to support themselves. Poor conditions in the sleeping quarters and harsh treatment in some of these institutions created unpleasant experiences for many of those who had to reside in such places.

The colony of Victoria had nine benevolent asylums, of which three were attached to hospitals, in 1857, with an annual cost to the colony (including some building costs) of £124,250.

By January 1860 there were 11 benevolent asylums in the colony of New South Wales, housing 1,282 inmates and with a total annual expenditure of £25,822.